ἀπατηλόν

ἀπατηλόν
ἀπατηλός
producing illusion
masc acc sg
ἀπατηλός
producing illusion
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • блазньныи — (13) пр. Обманчивый, обманный, ложный: не вьсѩкы кънигы твьрды. или чисто имѩ написани˫а. сътѩжавъша. соуть бо ѥгда лъжеименьны кънигы... щюжии же оубо и зѣло блазньни. (ἐπισφαλεῖς) КЕ XII, 246а; елици [пресвитеры и дьяконы] же преже събора ихъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PICTOR — I. PICTOR cognomentum C. Fabii filii; qui an. Urb. Cond. 550. ut ait Plin. l. 35. c. 4. aedem Salutis pinxit, indeque cognomen hoc familiae primus intulit. Pater fuit C. Fabii, qui anno 585. nempe 35. annis, post pictam a Patre aedem Salutis, cum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλοπικός — κλοπικός, ή, όν (Α) [κλοπή] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε κλέφτη («τὸ κλοπικόν τε καὶ τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κυδώνιος — κυδώνιος, ία, ον (Α) 1. μτφ. φουσκωμένος σαν κυδώνι («κυδώνια τιτθία», Αριστοφ. 2. (κατά τον Ησύχ.) «κυδώνιον μέγα καὶ ἀξιόλογον, ἢ ἀπατηλόν, δόλιον, λοίδορον...» 3. φρ. «κυδώνιον μῆλον» ο καρπός τής κυδωνιάς, το κυδώνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στο ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • παλινάγρετος — παλινάγρετος, ον (Α) 1. αυτός που ανακαλείται («[ἔπος] παλινάγρετον οὐδ ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος 3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + άγρετος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”